- φαληριώτικος
- -η, -ο, θηλ. και -ια, Ν [Φαληριώτης]αυτός που προέρχεται από το Φάληρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαληριώτικος — η, ο φαληρικός (βλ. λ.): Φαληριώτικη βραδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαληρικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το Φάληρο ή που προέρχεται από αυτό, φαληριώτικος: Φαληρική αύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)